-
1 ἀναίρεσις
A taking up or away, esp. of dead bodies for burial, ;νεκρῶν Th.3.109
, 113; , cf. Antipho 5.68, Lys.2.7;ἀναίρεσιν δοῦναι E.Supp.18
; in a sea-fight,νεκρῶν ἢ ναυαγίων ἀ. Th.7.72
;τῶν ναυαγῶν X.HG1.7.5
.4 direct confutation of arguments, opp. διαίρεσις (confutation by drawing a distinction), Arist.SE 183a10; destruction (by argument),τινός Phld.Sign.12
.5 Astrol., = ἀκτινοβολία, Thrasyll. ap. Porph.in Ptol. 189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναίρεσις
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ναυαγοσωστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη διάσωση ναυαγών ή αυτός που έχει ως έργο τη διάσωση των ναυαγών ή των πλοίων που ναυαγούν: Στον τόπο του ναυαγίου έφτασαν δύο ναυαγοσωστικές λέμβοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
Ζερικό, Ζαν Λουί Αντρέ Τεοντόρ — (Jean Louis André Théodore Géricault, Ρουέν 1791 – Παρίσι 1824). Γάλλος ζωγράφος. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Ζ. σπούδασε στο κολέγιο του Λουδοβίκου του Μεγάλου και στα εργαστήρια του Καρλ… … Dictionary of Greek
Θηραμένης — (451; – 404 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν μετριοπαθής ολιγαρχικός. Συνεργάστηκε στην κατάλυση της δημοκρατίας το 411 π.Χ. και αποτέλεσε μέλος του συμβουλίου των Τετρακοσίων. Μετά την πτώση τους διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη… … Dictionary of Greek
Παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα … Dictionary of Greek
σώσιμο — το, ατος 1. διάσωση: Είναι αδύνατο το σώσιμο των ναυαγών. 2. τελείωμα: Το σώσιμο των τροφίμων τον ανησύχησε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελαφονήσι — Βραχονησίδα στο νοτιοδυτικό άκρο της Κρήτης. Απέχει από το ακρωτήριο Κριός περίπου 4 ναυτικά μίλια. Όμως μπορεί να φτάσει κανείς έως εκεί χωρίς πλωτό μέσο, γιατί η θάλασσα στην περιοχή αυτή έχει βάθος έως 1 μ. Στο νησί βρίσκεται ο κοινός τάφος… … Dictionary of Greek
εκβάλλω — ως μτβ. 1. ρίχνω έξω, βγάζω με τη βία, βγάζω. 2. απομακρύνω, διώχνω. 3. ρίχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω: Τα κύματα εκβάλλουν τα πτώματα των ναυαγών. 4. αφήνω κάτι να βγει: Ο τοίχος εκβάλλει υγρασία· ως αμτβ. 5. (για ποταμούς, τάφρους κτλ.), χύνομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκβράζω — έκβρασα και εξέβρασα, εκβράστηκα, εκβρασμένος, μτβ. 1. απορρίπτω, αποβάλλω. 2. (για θάλασσα και ποταμό), βγάζω στη στεριά, ξεβράζω, ξερνώ: Τα πτώματα των ναυαγών εκβράστηκαν στην ακτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)